λεπτόδερμος

λεπτόδερμος
-η -ο (Α λεπτόδερμος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό δέρμα, σε αντιδιαστολή με τον παχύδερμο («φύσει λεπτοδερμότατον τῶν ζῴων... ἄνθρωπός ἐστιν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ-δερμος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεπτόδερμος — with thin masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοδερμότατον — λεπτόδερμος with thin masc acc superl sg λεπτόδερμος with thin neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτόδερμον — λεπτόδερμος with thin masc/fem acc sg λεπτόδερμος with thin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοδερμοτάτοις — λεπτόδερμος with thin masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοδερμότατος — λεπτόδερμος with thin masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοδέρμων — λεπτόδερμος with thin masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • λεπτοδερμία — η (Α λεπτοδερμία) [λεπτόδερμος] η λεπτότητα τού δέρματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”